Για μετάδοση του κορονοϊού με τον καπνό που εκπνέει ένας καπνιστής ο οποίος νοσεί από τον ιό κάνει λόγο ο Παναγιώτης Μπεχράκης, Πνευμονολόγος – Εντατικολόγος και Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τον Έλεγχο του Καπνίσματος.
Μιλά στο GRTimes για τα μέτρα προφύλαξης από το νέο κορονοϊό, τον χρόνο που θα χρειαστεί μέχρι την ύφεση του καθώς και τους λόγους που το ποσοστό θνητότητας στην Ιταλία είναι τόσο μεγάλο.
Οι περισσότεροι επιστήμονες υποστηρίζουν πως ο κορονοϊός μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, μεταξύ άλλων με τα σταγονίδια σάλιου και βλέννης κατά το βήχα, το φτάρνισμα, τη χειραψία, το φιλί και την από κοινού κατανάλωση φαγητού ή ποτού.
Μάλιστα, πρόσφατα δεδομένα αναφέρουν ότι ο ιός μεταδίδεται με μεγάλα σταγονίδια, τα οποία «ταξιδεύουν» λιγότερο από δύο μέτρα.
Εκτός από αυτά όμως, ο κ. Μπεχράκης προσθέτει πως η μετάδοση του κορονοϊού συνδέεται και με το κάπνισμα. Έχει παρατηρηθεί και προκύψει από επιστημονικές μελέτες πως ένα άτομο που έχει γρίπη μπορεί να μεταδώσει την ασθένεια με τον καπνό του τσιγάρου. Κατ’ επέκταση με αυτό που παρατηρείται λοιπόν στη γρίπη, συμβαίνει κάτι ανάλογο και με τον κορονοϊό.
«Δεν έχουν γίνει συγκεκριμένα μετρήσεις για τον κορονοϊό. Αλλά έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως ότι ισχύει στη γρίπη, ισχύει και για τον κορονοϊό.
Η εκπνοή σωματιδίων καπνού από άνθρωπο που νοσεί αυξάνει τη μεταδοτικότητα. Αυτό ισχύει για τη γρίπη και κατ επέκταση για τον κορονοϊό» αναφέρει ο κ. Μπεχράκης.
Για το λόγο αυτό, ο κ. Μπεχράκης προτείνει να αποφεύγεται η εισπνοή καπνού από οποιονδήποτε και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος και προτρέπει τους καπνιστές να καπνιζουν σε χώρους που δεν υπάρχει πλήθος κόσμου.
Τονίζει πάντως πως όλα τα βλέμματα της επιστημονικής -και όχι μόνο- κοινότητας, είναι στραμμένα στις μελέτες που πραγματοποιούνται για τον κορονοϊό από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, με τα επιστημονικά δεδομένα που έχουν συλλεχθεί από τις χώρες που έχουν εμφανίσει ως τώρα κρούσματα.
Στον απόηχο της κήρυξης πανδημίας από τον ΠΟΥ πάντως, ο κ. Μπεχράκης τονίζει πως ο ορισμός της πανδημίας δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο. Είτε γινόταν λίγο καιρό νωρίτερα είτε τώρα, δεν αλλάζει τίποτε στα μέτρα που πρέπει να ακολουθηθούν. Με την αναγγελία δεν άλλαξε κάτι.
Αυτό που άλλαξε στην Ελλάδα, και έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ήταν όταν περάσαμε στη φάση 2, αυτό που ονομάζεται μετάβαση σε στάδιο μετάδοσης στη κοινότητα» αναφέρει και προσθέτει πως θα έπρεπε να είχε κηρυχθεί πανδημία από τον ΠΟΥ νωρίτερα.
Νωρίς σήμερα το πρωί, Πέμπτη 12/3, ανακοινώθηκε από το υπουργείο Υγείας ο πρώτος θάνατος από τον κορονοϊό SARS-CoV-2 στη χώρα μας. Ωστόσο ο κ. Μπεχράκης είναι καθησυχαστικός σχετικά με το ποσοστό θνητότητας. «Στην Ελλάδα έχουμε πολύ μικρο ποσοστό θνητότητος, 1% και αυτό αποτελεί εγγύηση καλής λειτουργίας του συστήματος υγείας γύρω από το θέμα του κορονοϊού και στη διάδοση και στη θεραπεία.
Ο ένας νεκρός στους 100 σημαίνει ότι πως τα νοσοκομεία και οι γιατροί κάνουν ότι μπορούν και είναι πολύ αποτελεσματικοί, και συγκριτικά με άλλες χώρες του κόσμου είμαστε πολύ καλά» αναφέρει.
Αναφορικά μάλιστα με την δραματική αναλογία των νεκρών από κορονοϊό σε σχέση με τα κρούσματα στην Ιταλία ο κ. Μπεχράκης εξηγεί πως αυτό που μάλλον συμβαίνει είναι ότι διαφεύγει στις Αρχές ένας πολύ μεγάλος αριθμός κρουσμάτων, που έχουν ήπια συμπτώματα, ζουν ελεύθερα στην κοινωνία και διασπείρουν τη νόσο. «Έτσι ο παρανομαστής του κλάσματος της θνητότητος, που λέει πόσοι πεθαίνουν και πόσοι νοσούν, υποεκτιμάται, με αποτέλεσμα το ποσοστό αυτό να είναι πολύ μεγάλο», αναφέρει.
Η τελευταία ενημέρωση από το υπουργείο Υγείας για τα επιβεβαιωμένα κρούσματα κορονοϊού, κάνει λόγο για 99 άτομα που έχουν νοσήσει από τον ιό. «Ό,τι μέτρα και να πάρουμε, τα κρούσματα με βεβαιότητα θα ανέβουν διότι έτσι εξελίσσονται αυτά φαινόμενα, δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε.
Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πόσο θα ανέβουν και με τι ρυθμό, γιατί υπάρχουν πολλοί απρόβλεπτοι παράγοντες, όπως ο τρόπος ζωής και το κατά πόσο θα εφαρμοστούν σωστά τα μέτρα που λαμβάνονται, που υποθέτουμε και πιστεύουμε ότι θα είναι αποτελεσματικά, πρέπει να το δούμε και στη πράξη όμως» αναφέρει ο κ. Μπεχράκης που τονίζει πως τα μέτρα έχουν στόχο την επιβράδυνση το φαινομένου αλλά κάνει λόγο για ένα φαινόμενο που δεν αποφεύγεται.
Τέλος, ο κ. Μπεχράκης καταλήγει πως είναι δύσκολο να προβλέψουμε τη διάρκεια του κορονοϊού και κατ’ επέκταση πόσο καιρό θα χρειαστεί να εφαρμόζονται έκτακτα μέτρα «Κρινοντας από το παράδειγμα της Κίνας, που άρχισε να μπαίνει προς την ολοκλήρωση της έξαρσης του κορονοϊού, μπορεί κάνεις να υποθέσει ότι θα χρειαστεί, με μεγάλη επιφύλαξη περίπου ένα δίμηνο»